Skip to main content

Φαρμακευτική πολιτική με αναπτυξιακό πρόσημο και επίκεντρο τον ασθενή

Του Βασίλη Κικίλια*

Βασικός σκοπός της φαρμακευτικής μας πολιτικής είναι η διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών σε κάθε απαραίτητο φάρμακο, με το χαμηλότερο δυνατό κόστος. Αυτό προϋποθέτει μια σειρά από ρυθμίσεις για την άρση των στρεβλώσεων της προηγούμενης περιόδου, οι οποίες έχουν οδηγήσει σε άσκοπες επιβαρύνσεις για τους ασθενείς, ενώ ταυτόχρονα απειλούν την επάρκεια της φαρμακευτικής αγοράς και υπονομεύουν τη βιωσιμότητα του συστήματος φαρμακευτικής φροντίδας.

Μέσα σε πέντε μήνες από την ανάληψη της ηγεσίας του υπουργείου Υγείας, σχεδιάσαμε και εφαρμόζουμε μια σειρά μέτρων που αφορούν τα εξής:

  • Διαμόρφωση ρεαλιστικού και λειτουργικού συστήματος τιμολόγησης, με στόχο τη συγκράτηση της δαπάνης, τη μείωση της συμμετοχής των ασθενών, αλλά και τη βιώσιμη κυκλοφορία των οικονομικών φαρμάκων.
    Νομοθετήσαμε ήδη ότι δεν επιτρέπεται καμία αύξηση στις τιμές των φαρμάκων και τη μείωση των τιμών για πολλά από αυτά έως 7%, καταργώντας τον νόμο της κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ που είχε ψηφίσει αυξήσεις στα φάρμακα έως και 10%.
    Υλοποιήσαμε έτσι τη δέσμευση του Κυριάκου Μητσοτάκη, ο οποίος προεκλογικά έλεγε «το καλύτερο φάρμακο στην καλύτερη τιμή». Η απόφασή μας αυτή, εκτός από εξοικονόμηση πόρων για το κράτος, φέρνει σημαντική μείωση στη συμμετοχή των ασφαλισμένων στα φάρμακα τα οποία έχουν ανάγκη.
    Παράλληλα, αναθεωρούμε τους κανόνες τιμολόγησης, διατηρώντας τα όρια ανατιμολόγησης για τα φάρμακα με πολύ χαμηλό Κόστος Ημερήσιας Θεραπείας, ενώ παράλληλα επαναφέραμε τη δυνατότητα εθελοντικών μειώσεων τιμών, με στόχο την οικονομική ανακούφιση των ασθενών από τις πρόσθετες συμμετοχές.
  • Μέριμνα για τη διασφάλιση της πρόσβασης των ασθενών στην πραγματική φαρμακευτική καινοτομία, η οποία προσθέτει αξία για το σύστημα και τον ασθενή.
    Στο πλαίσιο αυτό προχωρήσαμε στον καθορισμό των προτεραιοτήτων και την απλοποίηση των διαδικασιών των Επιτροπών Αξιολόγησης και Διαπραγμάτευσης, προκειμένου να ξεπεραστούν προβλήματα και αγκυλώσεις που εμποδίζουν την αποτελεσματική λειτουργία τους και οδηγούν σε άσκοπες καθυστερήσεις στην ένταξη των φαρμάκων σε καθεστώς αποζημίωσης.
    Χαρακτηριστικό παράδειγμα η διαπραγμάτευση της τιμής των φαρμάκων για την ηπατίτιδα C, η οποία τέθηκε ως πρώτη προτεραιότητα στο έργο της νέας Επιτροπής Διαπραγμάτευσης Τιμών Φαρμάκων. Η διαπραγμάτευση αυτή ήδη ολοκληρώνεται και ακολουθεί η άμεση έναρξη διαπραγματεύσεων στις κατηγορίες φαρμάκων που αφορούν ανοσοθεραπείες, ψωρίαση κατά πλάκας, σκλήρυνση κατά πλάκας, πολλαπλό μυέλωμα, κυστική ίνωση, νωτιαία μυϊκή ατροφία και προηγμένες κυτταρικές θεραπείες (CARTs).
    Ταυτόχρονα, σχεδιάζουμε την επαναξιολόγηση των φαρμάκων της τελευταίας πενταετίας, με στόχο τον εξορθολογισμό της ασφαλιστικής αποζημίωσης και την αναβάθμιση της θετικής λίστας σε αποτελεσματικό εργαλείο συγκράτησης της δαπάνης.
  • Έμφαση στον έλεγχο της κατανάλωσης, ιδιαίτερα των νέων ακριβών θεραπειών, με στόχο τη σταδιακή σύγκλιση της κατανάλωσης με τους αντίστοιχους ευρωπαϊκούς μέσους όρους.
    Η Ελλάδα εξακολουθεί να εμφανίζει την υψηλότερη κατά κεφαλή κατανάλωση νέων φαρμάκων με προστασία πατέντου, ενώ διατηρούμε, δυστυχώς, την πρώτη θέση και στην άσκοπη κατανάλωση αντιβιοτικών.
    Στο πλαίσιο αυτό προχωρούμε στην υλοποίηση των registries για τις ακριβές θεραπείες και επιταχύνουμε την ολοκλήρωση και ένταξη όλων των πρωτοκόλλων στο σύστημα της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, τα οποία θα έχουν δεσμευτικό χαρακτήρα.
  • Ενίσχυση των μηχανισμών ελέγχου της συνταγογράφησης, ώστε να εντοπίζονται οι τυχόν αδικαιολόγητες αποκλίσεις. Αξιοποίηση του πλούτου των δεδομένων της ηλεκτρονικής συνταγογράφησης, προκειμένου να λάβουμε ορθολογικές αποφάσεις και να προχωρήσουμε σε στοχευμένες παρεμβάσεις για τον καλύτερο έλεγχο της δαπάνης, με απόλυτη διαφάνεια, μακριά από την ισοπεδωτική λογική των οριζόντιων μέτρων.
  • Σχεδιασμό συστήματος ουσιαστικών κινήτρων για την αύξηση της χρήσης των γενοσήμων, και γενικότερα των οικονομικών φαρμάκων, τα οποία αποτελούν την πρώτη γραμμή θεραπείας, ιδιαίτερα σε ό,τι αφορά στα χρόνια νοσήματα, ενώ παράλληλα απελευθερώνουν πόρους που μπορούν να χρησιμοποιηθούν για την αποζημίωση της πραγματικής καινοτομίας.

Η διεύρυνση της ασφαλιστικής κάλυψης στους ανασφαλίστους και σε άλλες ευπαθείς ομάδες του πληθυσμού, μια αυτονόητη παρέμβαση για την προστασία του κοινωνικού κεφαλαίου και τη διατήρηση της συνοχής του κοινωνικού ιστού, δέχθηκε τεράστια πίεση στα χρόνια της κρίσης, χωρίς όμως σχεδιασμό και ανάλογη πρόβλεψη για αύξηση των ορίων του φαρμακευτικού προϋπολογισμού.

Το γεγονός αυτό σε συνδυασμό με την αδράνεια στην εφαρμογή διαθρωτικών μέτρων, την αδυναμία ελέγχου της συνταγογράφησης και την απαράδεκτη ολιγωρία στην λειτουργία των Επιτροπών Αξιολόγησης και -κυρίως- Διαπραγμάτευσης, έχουν σήμερα οδηγήσει το clawback σε μη βιώσιμα επίπεδα. Με το δεδομένο αυτό, διατηρούμε ανοικτούς τους διαύλους επικοινωνίας με τους φορείς της φαρμακευτικής αγοράς, προκειμένου να βρούμε κοινά αποδεκτές λύσεις ώστε κανένας ανασφάλιστος συμπολίτης μας, καμία ευπαθής κοινωνική ομάδα, να μη στερηθεί την πρόσβαση σε κάθε αναγκαίο φάρμακο.

Παράλληλα, εστιάζουμε στον περιορισμό του clawback, αφενός μέσω του εξορθολογισμού και του ελέγχου της συνταγογράφησης και αφετέρου μέσω της σύναψης συμφωνιών ασφαλιστικής αποζημίωσης μετά από διαπραγμάτευση για τις ακριβές θεραπείες που επιβαρύνουν τη δαπάνη, καθώς η Ελλάδα εξακολουθεί να αποζημιώνει ακριβά, θεραπείες που σε άλλες χώρες αποζημιώνονται με χαμηλότερο κόστος. Επιπλέον, εξετάζουμε τρόπους για τον δικαιότερο επιμερισμό του στις φαρμακευτικές εταιρείες, ώστε καθένας να επιβαρύνεται ανάλογα με την αύξηση της δαπάνης που προκαλεί.

Η φαρμακευτική πολιτική οφείλει να διαθέτει και αναπτυξιακό πρόσημο. Δεν είναι δυνατόν να παραβλέψουμε τη σημαντική αναπτυξιακή δυναμική των ελληνικών φαρμακοβιομηχανιών.

Και η κυβέρνησή μας το απέδειξε, νομοθετώντας τη δυνατότητα συμψηφισμού του clawback με επενδύσεις σε κλινικές μελέτες, δαπάνες Ε&Α και παραγωγικές δαπάνες. Με τον τρόπο αυτό έχουμε τη δυνατότητα να μετατρέψουμε -έστω μερικώςτο clawback από στρεβλό, αντιαναπτυξιακό μέτρο, σε μηχανισμό προσέλκυσης επενδύσεων τόσο από ελληνικές όσο και από φαρμακοβιομηχανίες του εξωτερικού.

Οι λύσεις στα προβλήματα του φαρμάκου θα προκύψουν μέσα από τη συνεργασία και τον ειλικρινή θεσμικό διάλογο με όλους τους εμπλεκόμενους φορείς – συμπεριλαμβανομένων των ασθενών.

Ας έχουμε στο νου μας ότι μαγικές συνταγές δεν υπάρχουν. Και ότι μετά από δέκα χρόνια οικονομικής κρίσης, απαιτούνται σταθερά βήματα που θα οδηγήσουν στην ανόρθωση του τομέα της Υγείας στην Ελλάδα.