Του Κυριάκου Βελόπουλου*
Εάν η πατρίδα μας δεν παράξει πλούτο, ώστε να σπάσει τον φαύλο κύκλο του δανεισμού, τότε οι επόμενες υποχωρήσεις που θα υποχρεωθεί να κάνει, ώστε να συνεχίσει να δανείζεται για να καλύπτει τις τρέχουσες υποχρεώσεις της, δεν θα είναι οικονομικού χαρακτήρα, αλλά θα άπτονται της ίδιας της εθνικής μας κυριαρχίας.
Η εθνική οικονομία νοσεί. Ουδείς όμως φαίνεται να έχει συνειδητοποιήσει το μέγεθος της ασθένειάς της και τις διαστάσεις που έχει προσλάβει, οι οποίες πλέον εξελίσσονται σε μείζονα εθνική απειλή. Αναλωνόμαστε σε ασκήσεις επί χάρτου και δημιουργική λογιστική για να κρύψουμε ακριβώς αυτά τα συμπτώματα τα οποία συνοψίζονται γλαφυρά σε ένα και μόνο γεγονός: Ότι η Ελλάδα βρίσκεται στην τρίτη θέση παγκοσμίως στη σχέση χρέους επί ΑΕΠ.
Με τις τάσεις μάλιστα να είναι εξόχως απογοητευτικές και για το άμεσο μέλλον, αφού το 2020 η Ελλάδα σημείωσε την τρίτη μεγαλύτερη αύξηση διεθνώς στο συνολικό χρέος προς ΑΕΠ! Το αυτονόητο λοιπόν θα ήταν να επικεντρώσουμε όλες τις δυνάμεις μας, προκειμένου να κατανοήσουμε πώς μία χώραμέλος της Ευρωπαϊκής Ένωσης, και μάλιστα του σκληρού πυρήνα αυτής, της Ευρωζώνης, είναι δυνατόν να καταγράφει τέτοιες τραγικές επιδόσεις.
Αντ’ αυτού, η κυβέρνηση που έχει και τη βασική ευθύνη και την πορεία της εθνικής οικονομίας, αναλώνεται σε ανούσιους πανηγυρισμούς για το κατόρθωμά της να δανείζεται φτηνά.
Η αλήθεια φυσικά είναι ότι η Ελλάδα δανείζεται με το μεγαλύτερο κόστος συγκριτικά με τις υπόλοιπες χώρες της Ευρωζώνης, ενώ οι αγορές δεν δείχνουν εμπιστοσύνη στην ελληνική οικονομία και τις προοπτικές της, αλλά στην «εγγυοδοσία» της ΕΚΤ. Η εθνική οικονομία λοιπόν κρέμεται κυριολεκτικά από μία κλωστή. Εάν γίνει οποιαδήποτε αλλαγή στην πολιτική της Ευρωπαϊκής Κεντρικής Τράπεζας, τότε θα οδηγηθούμε άμεσα σε κρίση δανεισμού, η οποία θα φέρει την κρίση χρέους, που είναι και το μεγαλύτερο πρόβλημα, στο προσκήνιο. Οι συνέπειες τότε θα είναι ολέθριες. Πολύ χειρότερες και από το 2010.
Πέραν της «συστημικής διαφθοράς», της κακοδιαχείρισης, της σκανδαλώδους λειτουργίας του ελληνικού τραπεζικού συστήματος και της διασπάθισης του δημοσίου χρήματος, η βασική αιτία της καταβαράθρωσης της ελληνικής οικονομίας, είναι το διαχρονικά αρνητικό εμπορικό ισοζύγιο.
Τα λεγόμενα «χρόνια της ευμάρειας», ειδικά μετά την είσοδο της Ελλάδας στην Ευρωζώνη, αντί το κράτος να ενισχύσει τις επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και την ενίσχυση της εντόπιας παραγωγής, επέτρεψε την εκτίναξη των εισαγωγών, ανατρέποντας πλήρως τοεμπορικό ισοζύγιο. Η Ελλάδα άρχισε να εισάγει χωρίς να παράγει, και αναγκαζόταν να δανειστεί προκειμένου να υποστηρίξει τις αθρόες εισαγωγές προϊόντων. Ακόμα και σήμερα, η Ελλάδα υστερεί σε επενδύσεις παγίου κεφαλαίου, καταγράφοντας ένα από τα χαμηλότερα επενδυτικά ποσοστά στον κόσμο. Γεγονός αδιανόητο για μία χώρα που θα μπορούσε κάλλιστα να εκμεταλλευτεί τη συμμετοχή της στην Ευρωζώνη προκειμένου να προσελκύσει πραγματικές επενδύσεις παγίου κεφαλαίου και όχι να θεωρεί «επένδυση» την «εκποίηση των ασημικών» που μακροπρόθεσμα όχι μόνο δεν προσφέρουν στην εθνική οικονομία, αλλά αντίθετα στερούν πολύτιμους πόρους που φεύγουν υπό μορφή κερδών στο εξωτερικό.
Δεν διδαχτήκαμε ούτε από το σοκ του 2010. Δεν καταφέραμε έστω να αντιγράψουμε άλλες ευρωπαϊκές χώρες που υπέστησαν παρόμοια κρίση, όπως η Ιρλανδία και η Πορτογαλία. Οι οποίες άμεσα άλλαξαν το παραγωγικό τους μοντέλο, ενίσχυσαν την εθνική παραγωγήμε βασικό στόχο τον ισοσκελισμό του εμπορικού ισοζυγίου. Γι’ αυτό αυτές οι χώρες κατάφεραν να απεμπλακούν νωρίς από την επιτήρηση, ενώ εμείς συνεχίζουμε να καταγράφουμε το ένα αρνητικό ρεκόρ μετά το άλλο.
Αυτά ακριβώς είναι τα συμπεράσματα που προκύπτουν και από την πρόσφατη ανάλυση του Διεθνούς Νομισματικού Ταμείου, η οποία μάλιστα εστιάζει σαφώς στο «Επενδυτικό κενό της Ελλάδας», όπου τα ποσοστά των επιχειρηματικών επενδύσεων τόσο στον ιδιωτικότομέα, όσο και των επενδύσεων των νοικοκυριών είναι τα χαμηλότερα στην Ε.Ε.
Κίνδυνος και από τη διαχείριση του Ταμείου Ανάκαμψης
Η κυβέρνηση εδώ και σχεδόν 12 μήνες προβάλλει ως μοχλό ανάπτυξης το επενδυτικό πρόγραμμα που θα προκύψει από το Ταμείο Ανάκαμψης. Μελετώντας όμως το σύνολο των επενδυτικών σχεδίων που έχουν ενταχτεί στο σχέδιο «Ελλάδα 2.0» και πρόκειται να απορροφήσουν τα 30,5 δισ. του Ταμείου Ανάκαμψης, διαπιστώνουμε ότι αυτά τα σχέδια όχι μόνον δεν θα ενισχύσουν την παραγωγική διαδικασία ώστε να συνεισφέρουν στο κλείσιμο της ψαλίδας του εμπορικού ισοζυγίου, αλλά αντίθετα ενδέχεται να δώσουν τη χαριστική βολή στην εθνική οικονομία.
Η υλοποίηση του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος όπως έχει κατατεθεί, οδηγεί σε πραγματική έκρηξη των εισαγωγών. Χαρακτηριστικό παράδειγμα οι περιβόητες «πράσινες επενδύσεις», που θα οδηγήσουν σε ανεξέλεγκτες αγορές του απαραίτητου εξοπλισμού, ο οποίος θα εισαχθεί σχεδόν στο σύνολό του από τρίτες χώρες, διότι η Ελλάδα στερείται παραγωγικής δομής, σε ανεμογεννήτριες, φωτοβολταϊκά κ.λπ.
Μέχρι το 2026 λοιπόν όπου αναμένεται η ολοκλήρωση του συγκεκριμένου επενδυτικού προγράμματος, μεγάλο μέρος των 30,5 δισ. ευρώ του Ταμείου Ανάκαμψης θα έχει διατεθεί σε εισαγωγές, εκτρέποντας πλήρως το εμπορικό ισοζύγιο της χώρας. Το γεγονός αυτό από μόνο του θα έχει ολέθριες συνέπειες για την οικονομία, αντί των ευεργετημάτων που «ευαγγελίζεται» η κυβέρνηση.
Η Ελληνική Λύση για την Εθνική Ανασυγκρότηση
Από τα Μεσογειακά Ολοκληρωμένα Προγράμματα έως το Ταμείο Ανάκαμψης, η οικονομική πολιτική της Ελλάδας στη Μεταπολίτευση θα μπορούσε να χαρακτηριστεί «κύκλος των χαμένων ευκαιριών». Ένας φαύλος κύκλος που πρέπει τώρα να σπάσει.
Η ελληνική οικονομία οφείλει πλέον να πορευθεί με βάση τις αρχές του Οικονομικού Πατριωτισμού και του Εθνικού Προστατευτισμού. Με στόχο την πλήρη παραγωγική ανασυγκρότηση που θα οδηγήσει στον ισοσκελισμό του εμπορικού ισοζυγίου και την παραγωγή πραγματικού πλούτου. Εάν δεν παραχθεί πλούτος στην Ελλάδα, θα παραμείνουμε υπόδουλοι του δανεισμού, με πολίτες εξαρτημένους από επιδόματα για να επιβιώσουν.
Το κράτος και όλες οι δομές του θα πρέπει να στραφούν αποκλειστικά στην ενίσχυση της παραγωγής, δίνοντας τα εχέγγυα και την πλήρη στήριξη σε κάθε επένδυση παγίου κεφαλαίου και κάθε επιχειρηματικού σχεδίου που θα στρέφεται σε αυτή την κατεύθυνση.
Το χρηματοπιστωτικό σύστημα στην Ελλάδα θα παρέχει αδιάλειπτη χρηματοδότηση στις παραγωγικές επιχειρήσεις, με σαφές κανονιστικό πλαίσιο λειτουργίας.
Δεν μπορεί εν έτει 2021, ελληνικές επιχειρήσεις και νέα επιχειρηματικά σχέδια παραγωγής να στερούνται χρηματοδότησης, την ώρα που κρατικοδίαιτοι επιχειρηματίες – εκλεκτοί της εξουσίας να απολαμβάνουν ακόμα και ολική διαγραφή δανείων, στερώντας έτσι πολύτιμους πόρους από την πραγματική οικονομία. Δεν μπορεί οι ελληνικές επιχειρήσεις να επιβαρύνονται με κόστος ενέργειας, πολλαπλάσιο από γειτονικές και άκρως ανταγωνιστικές χώρες και εμείς να μιλάμε για «έλλειψη ανταγωνιστικότητας» λόγω εργασιακού κόστους.
Δεν νοείται να υπάρχει μεταβλητότητα του φορολογικού συστήματος, όταν η σταθερή και ξεκάθαρη φορολόγηση των επιχειρήσεων είναι βασικό προαπαιτούμενο οποιασδήποτε επένδυσης. Η επανίδρυση ενός κράτους που λειτουργεί ως «εκβιαστής» μέσω των κατά τόπους εφοριών και της φορολογικής γραφειοκρατίας είναι για εμάς πρώτη προτεραιότητα.
Η Ελληνική Λύση βασίζει το οικονομικό της πρόγραμμα στην πραγματική και ουσιαστική επανίδρυση του κράτους, η οποία απαιτεί, καθετοποιημένες, δομικές αλλαγές, από την εκπαίδευση ως τη διαχείριση των διαθεσίμων των ασφαλιστικών ταμείων. Διότι η παραγωγική δραστηριότητα δεν περιορίζεται σε «συναρμόδια υπουργεία» αλλά διέπει όλο το εύρος της κοινωνικής δραστηριότητας, από το σχολείο, ως το συνταξιοδοτικό.
Έτσι και η παραγωγική ανασυγκρότηση απαιτεί αντίστοιχη δράση και αλλαγή των δομών που έχουν καταστήσει την Ελλάδα από εμβληματικό λίκνο δημιουργίας σε ένα οστεοφυλάκιο αυτής. Αυτό ερχόμαστε να αλλάξουμε, δημιουργώντας ένα κράτος που με όλες του τις δυνάμεις θα ενισχύει την καινοτομία, την παραγωγή, της ανεξάντλητες δυνατότητες της ευλογημένης Ελλάδας και του ευφυούς λαού της. Στον αντίποδα, θα απαγορεύεται στο κράτος και τις δομές του να διαθέτουν οποιονδήποτε πόρο ή διευκόλυνση σε οποιαδήποτε δραστηριότητα που δεν θα αποσκοπεί στην παραγωγή πλούτου, λειτουργώντας απαρέγκλιτα υπό όρους προστασίας της εθνικής οικονομίας και του ευρύτερου εθνικού συμφέροντος.