Του Γιάνη Βαρουφάκη*
Κάθε Σεπτέμβρη, εν όψει Διεθνούς Έκθεσης Θεσσαλονίκης, μας δίνεται η ευκαιρία να ξεφύγουμε από τις διαμάχες της στιγμής και να δούμε την ελληνική οικονομία από μια Αρχιμήδεια, μακροσκοπική, σκοπιά. Το μέγα ερώτημα το οποίο καλούμαστε να απαντήσουμε είναι κατά πόσον, παρά τις προφανείς δυσκολίες, η σημερινή πορεία της οικονομίας προδιαγράφει σημαντικές πιθανότητες κοινής βιώσιμης ευημερίας.
Κυβέρνηση και αξιωματική αντιπολίτευση, παρά τις επί μέρους μεταξύ τους διαφωνίες, απαντούν καταφατικά: Συμφωνούν, παραδείγματος χάριν, (α) ότι η χώρα έχει βγει από τα μνημόνια με χρέος μεγάλο μεν, βιώσιμο δε, (β) ότι το Ταμείο Ανάκαμψης έχει τη δυνατότητα, αν χρησιμοποιηθεί σωστά, να χρηματοδοτήσει την πράσινη ανάπτυξη, και (γ) ότι η Ε.Ε. κινείται (αργά μεν σταθερά δε) στη σωστή κατεύθυνση (με την έκδοση κοινού χρέους, την τραπεζική ενοποίηση κ.λπ.). Το ΜέρΑ25 έχει διαφορετική άποψη.
Η μέγιστη απειλή για την ελληνική οικονομία δεν είναι η πανδημία, η οποία βέβαια ενισχύει τα προβλήματα, αλλά η ανάδειξη του μη βιώσιμου (δημόσιου και ιδιωτικού) χρέους σε πηγή προσοδοφορίας για ισχυρούς παράγοντες, εγχώριους και ξένους.
Πριν το διεθνές Κραχ του 2008, που στην Ελλάδα το νιώσαμε το 2010, το χρέος συσσωρευόταν ισχυροποιώντας τους έχοντες και διατηρώντας φρούδες ελπίδες στους μη έχοντες. Η παταγώδης χρεοκοπία του 2010 έφερε μια οκταετία κατά την οποία συρρικνώθηκαν τα εισοδήματα σχεδόν όλων. Η περίοδος εκείνη ολοκληρώθηκε τον Αύγουστο του 2018 με την υπογραφή της συμφωνίας με την τρόικα που η τότε κυβέρνηση ονόμασε Μεταμνημόνιο – το 4ο Μνημόνιο σύμφωνα με το ΜέρΑ25. Ανεξάρτητα του πώς ονομάζουμε τη συμφωνία εκείνη, η μετά το 2018 εποχή έχει ένα νέο, πρωτόγνωρο χαρακτηριστικό: Ενώ η χρεοκοπία δημόσιου και ιδιωτών βαθαίνει συστηματικά, το όλο και λιγότερο βιώσιμο χρέος γεννά εντυπωσιακές προσόδους για τους ισχυρούς.
Πώς γίνεται το χρέος να γεννά προσόδους αντιστρόφως ανάλογα με τη βιωσιμότητά του; Ας πάρουμε τα κόκκινα δάνεια. λόγω της στήριξης της ΕΚΤ στις τράπεζες, που αναγκάζονται να τα πουλήσουν, αλλά και της εγγύησης του Δημοσίου, τα funds εξασφαλίζουν αμύθητα ποσοστά κέρδους. Οπότε, όταν ακούν ότι η πανδημία γεννά νέα κόκκινα δάνεια, αντί να ανησυχούν ενθουσιάζονται – προσβλέποντας σε νέες ευκαιρίες arbitrage με τις πλάτες της ΕΚΤ και του Δημοσίου. Κάτι αντίστοιχο ισχύει με τα νέα ομόλογα του Δημοσίου: Μοσχοπουλιούνται επειδή (κι όχι παρά το γεγονός ότι) τα εκδίδει ένα πτωχευμένο κράτος. Πώς; Επειδή η ΕΚΤ εξασφαλίζει τους αγοραστές των ελληνικών ομολόγων (υποσχόμενη να τους τα αγοράσει) οι οποίοι ωφελούνται από τις υψηλότερες αποδόσεις που αντανακλούν τη μη βιωσιμότητα του ελληνικού δημόσιου χρέους.
Και εδώ έγκειται η πρώτη μεγάλη απειλή για την οικονομία μας: Δεν είναι μόνο ότι το χρέος (ιδιωτικό και δημόσιο) είναι μη βιώσιμο. Το χειρότερο είναι ότι οι ισχυροί (Έλληνες και μη) έχουν οικονομικό κίνητρο να παραμείνει το χρέος μη βιώσιμο! Θα αναρωτηθεί κάποιος; Κι έτσι να είναι, τι πειράζει το χρέος να κρατιέται τεχνητά σε μη (με ιδιωτικο-οικονομικά κριτήρια) βιώσιμα επίπεδα αν η ΕΚΤ και η ηγεσία της Ε.Ε. επιτρέπουν αυτή την αέναη μετακύλιση; Ο λόγος που όχι μόνο πειράζει αλλά αποτελεί υπαρξιακή απειλή για τη χώρα μας είναι ένας: Αποκλείει τις σοβαρές, τις υπομονετικές, επενδύσεις στις τεχνολογίες και τις παραγωγικές δραστηριότητες του μέλλοντος. Να το πω απλά: Κανείς σοβαρός επενδυτής δεν επενδύει σε μια χώρα όπου το χρέος όχι μόνο δεν είναι βιώσιμο, αλλά και που η μη βιωσιμότητά του αποτελεί μέρος του business plan τόσο των ολιγαρχών όσο και του πολιτικού προσωπικού.
Και το Ταμείο Ανάκαμψης; Βεβαίως κι έχει σημασία να χρησιμοποιηθούν αποτελεσματικά τα χρήματα που θα εισρεύσουν από αυτό. Όμως, αντίθετα με τις αναλύσεις της Ν.Δ. και του ΣΥρΙΖΑ, το ΜέρΑ25 το θεωρούμε μακροοικονομικά ασήμαντο. Ναι, τα χρήματα είναι πολλά, όμως δεν αρκούν για να κουνήσουν καν τη μεταφορική βελόνα της δημοσιονομικής και επιχειρηματικής βιωσιμότητας της χώρας. Ήδη, η κυβέρνηση Μητσοτάκη έχει βάλει στόχο πρωτογενές πλεόνασμα μαμούθ για το 2025 – δηλαδή έλλειμμα μαμούθ του ιδιωτικού τομέα. Γιατί; Επειδή αυτό απαιτεί η συνέχιση της προσποίησης ότι το δημόσιο χρέος μπορεί να εξυπηρετηθεί μετά το άνοιγμα της ψαλίδας εθνικού εισοδήματος και χρέους. Αρκεί να σημειωθεί ότι, ενώ το άνοιγμα της ψαλίδας αυτής αυξήθηκε κατά 65 δισ. ευρώ την τελευταία διετία, οι καθαρές ενισχύσεις του Ταμείου Ανάκαμψης δεν θα ξεπεράσουν τα 16 δισ. σε βάθος πενταετίας.
Εν πολλοίς, το Ταμείο Ανάκαμψης ήταν ένα έξυπνο αντάλλαγμα που προσέφερε η κ. Μέρκελ, κυρίως στον κ. Μακρόν, για «χρυσώσει» την απόρριψη του ευρωομόλογου το οποίο μπορούσε πράγματι να καταστήσει βιώσιμο το χρέος των ελλειμματικών χωρών της Ευρωζώνης. Για την Ελλάδα, αυτή η εξέλιξη, που εξαφάνισε από την ευρωπαϊκή ατζέντα την πραγματική δημοσιονομική ενοποίηση, επεκτείνει το καθεστώς Χρεοδουλοπαροικίας που ζούμε από το 2010 – το οποίο, από το 2018, παράγει μεγάλες προσόδους για τα συμφέροντα που κυριαρχούν στην πολιτική και μιντιακή σκηνή της χώρας.
Είναι, βέβαια, αλήθεια ότι ακόμα και να διαγραφεί το χρέος (δημόσιο και ιδιωτικό), ο καχεκτικός ελληνικός καπιταλισμός μπορεί κάλλιστα να παράξει νέες κρίσεις, νέες χρεοκοπίες, νέες περιπέτειες. Ερχόμαστε λοιπόν στη δεύτερη μεγάλη απειλή που το ΜέρΑ25 αναδεικνύει από την πρώτη μέρα της ίδρυσής μας: Ο εύλογος φόβος ότι θα χάσουμε, ως χώρα, το τρένο και της επόμενης, της πράσινης, βιομηχανικής επανάστασης.
Μια ανάγνωση του προγράμματος Ελλάδα 2.0 της κυβέρνησης, και του καταλόγου έργων που θα χρηματοδοτηθούν από το νέο ΕΣΠΑ και το Ταμείο Ανάκαμψης, ενισχύει αυτόν τον φόβο καθώς πουθενά δεν βλέπουμε ένα συγκροτημένο σχέδιο που θα απαντά πειστικά στο ερώτημα: «Το 2030, τι θα παράγει η Ελλάδα που θα της δίνει συγκριτικό πλεονέκτημα στον παγκόσμιο καταμερισμό εργασίας;» Η επιστροφή στην οικοδομή, κάποιες γιγάντιες χερσαίες ανεμογεννήτριες, ο τουρισμός κ.λπ. δεν θα βοηθήσουν τη χώρα να αποδράσει από το σύνδρομο της υπανάπτυξης.
Υπό αυτό το πρίσμα, το ΜέρΑ25 προτείνει δύο άξονες κοινής βιώσιμης ευημερίας. Ο πρώτος άξονας αφορά τη βαθιά αναδιάρθρωση του χρέους, δημόσιου και ιδιωτικού, η οποία μπορεί να μην είναι ικανή συνθήκη για τη βιώσιμη ανάπτυξη, είναι όμως αναγκαία συνθήκη. Ο δεύτερος άξονας είναι η ανάδειξη της Ελλάδας στο πρώτο Μεσογειακό Κέντρο των Πράσινων Τεχνολογιών του 21ου αιώνα. Για παράδειγμα, έχουμε ήδη καταθέσει ολοκληρωμένο σχέδιο για το πώς ένα αποκεντρωμένο δίκτυο αστικών φωτοβολταϊκών και θαλάσσιων ανεμογεννητριών μπορεί να στηρίξει ένα δίκτυο παραγωγής και διανομής πράσινου υδρογόνου που θα καταστήσει την Ελλάδα το κέντρο ανανεώσιμης ενέργειας της Νοτιοανατολικής Ευρώπης.