Skip to main content

Επενδύοντας σε ένα κλιματικά και ενεργειακά ανθεκτικό μέλλον

Της Αλεξάνδρας Σδούκου*

Η κλιματική αλλαγή αφήνει τα ίχνη της παντού σήμερα, δεν παύει όμως να είναι στο χέρι μας να οικοδομήσουμε ένα πιο ανθεκτικό «αύριο» σε ένα φυσικό περιβάλλον που μεταβάλλεται διαρκώς. Βιώσαμε την πιο θερμή δεκαετία που έχει καταγραφεί έως σήμερα στον πλανήτη. Ο παρατεταμένος καύσωνας που σάρωσε φέτος την Ελλάδα και την Ευρώπη, οι καταστροφικές πυρκαγιές του Αυγούστου, αλλά και η πανδημία που δοκιμάζει τις αντοχές της ανθρωπότητας τα τελευταία δύο χρόνια υπογράμμισαν με τον πλέον ξεκάθαρο αλλά και οδυνηρό τρόπο ότι χρειάζονται ριζικές τομές για να περιορίσουμε τη συχνότητα της εμφάνισης ακραίων φαινομένων.

Οι οικονομικές απώλειες, ως επακόλουθο της κλιματικής κρίσης, είναι πολύ σοβαρές. Για την Ευρωπαϊκή Ένωση αυτές οι απώλειες μεταφράζονται κατά μέσο όρο ετησίως σε 12 δισ. ευρώ, όταν οι συντηρητικές εκτιμήσεις δείχνουν πως η αύξηση της θερμοκρασίας του πλανήτη κατά 3°C πάνω από τα προβιομηχανικά επίπεδα θα επιφέρει ετήσιες απώλειες τουλάχιστον 170 δισ. ευρώ!

Η ανάγκη ανάληψης δράσης για το κλίμα εξελίσσεται, ωστόσο, σε ένα μεγάλο στοίχημα για την παγκόσμια οικονομία. Η πορεία προς την Ενεργειακή Μετάβαση, που αποτελεί τον πυρήνα αυτής της συλλογικής προσπάθειας των εθνών του πλανήτη, απαιτεί την πλήρη απομάκρυνση από τα ρυπογόνα και ολοένα και πιο ακριβά ορυκτά καύσιμα. Δεν είναι όμως μια εύκολη μετάβαση, αφού προϋποθέτει τεράστια μόχλευση επενδυτικών κεφαλαίων, με τα μικρότερα κράτη να έχουν ανάγκη από βιώσιμες πηγές χρηματοδότησης.

Για να πετύχει ο πλανήτης τον στόχο για μηδενικό ισοζύγιο εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου έως το 2050, οι επενδύσεις στον κλάδο της ενέργειας θα πρέπει να ανέλθουν, σύμφωνα με έρευνα του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA) και του ΔΝΤ, στα 5 τρισεκατομμύρια δολάρια έως το 2030. Αυτό το άλμα θα έχει ως αποτέλεσμα να αυξηθεί κατά 4% το παγκόσμιο ΑΕΠ από τα υφιστάμενα επίπεδά του.

Ο φιλόδοξος στόχος που έθεσε η Ε.Ε. να μετατραπεί η Ευρώπη στην πρώτη κλιματικά ουδέτερη ήπειρο έως το 2050 δεν είναι σπαρμένος με ρόδα. Αντιθέτως για πολλούς φαντάζει ακόμα και ανέφικτος. Αποτελεί όμως μονόδρομο για την εκπλήρωση του οράματος για ευημερία και δίκαιη ανάπτυξη των ευρωπαϊκών κοινωνιών.

Ο ενδιάμεσος στόχος για μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου κατά 55% έως το 2030 σημαίνει, μεταξύ άλλων, αύξηση του μεριδίου των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας στο 40% της τελικής κατανάλωσης, σε ορίζοντα δεκαετίας, από περίπου 20% που ήταν το 2019. Για να πετύχουμε αυτά τα νούμερα, η Ε.Ε. εκτιμάται ότι θα χρειαστεί επενδύσεις τουλάχιστον 14 δισ. ευρώ ετησίως σε φωτοβολταϊκά και 35 δισ. για αιολικά έργα, όταν η επέκταση των δικτύων ενέργειας θα απαιτήσει πάνω από 60 δισ. ευρώ σε ετήσια βάση. Παράλληλα θα πρέπει να αναμένουμε και επενδύσεις ύψους 40 δισ. ευρώ για την παραγωγή πράσινου υδρογόνου στην προσεχή δεκαετία.

Το ευρωπαϊκό όραμα του «Net Zero» αποτελεί και την αφετηρία της ελληνικής κυβέρνησης, ήδη από την ανάληψη της διακυβέρνησης της χώρας από τον Κυριάκο Μητσοτάκη πριν από δύο χρόνια. Οι τολμηρές δεσμεύσεις που ανέλαβε για την ταχεία απανθρακοποίησητης ελληνικής οικονομίας έχουν κατατάξει την Ελλάδα μεταξύ των πιο κλιματικά φιλόδοξων κρατών-μελών της Ε.Ε.

Η επιτάχυνση της υλοποίησης του σχεδιασμού μας για την απολιγνιτοποίηση της οικονομίας, που ξεπέρασε ακόμα και τις αρχικές προσδοκίες μας, είναι η πιο απτή απόδειξη ότι θέλουμε η χώρα να παραμείνει στο άρμα των πρωτοπόρων αλλά με τρόπο συνεκτικό,αποτελεσματικό και ασφαλή. Η μετάβασή μας σε ένα πιο βιώσιμο μέλλον τροχοδρομεί στον διάδρομο που έχει χαράξει το ευρωπαϊκό πακέτο «Fit for 55», μέσα από το οποίο  η ελληνική οικονομία θα ανακάμψει με πράσινο πρόσημο από τις συνέπειες της πανδημίας.

Ήδη ο πρώτος κλιματικός νόμος βρίσκεται σε προχωρημένο στάδιο προετοιμασίας και θα μας προσφέρει όλα τα εργαλεία ώστε να πετύχουμε τον στόχο της κλιματικής ουδετερότητας έως το 2050. Παράλληλα, η Επιτροπή του Εθνικού Σχεδίου για την Ενέργεια και το Κλίμα (ΕΣΕΚ) έχει ήδη αναλάβει να αναθεωρήσει ανοδικά τους εθνικούς στόχους μας.

Στο ΥΠΕΝ στοχεύσαμε εξαρχής στη δημιουργία ενός φιλικού και σύγχρονου πλαισίου που καθιστά τα έργα ΑΠΕ πιο ελκυστικά για τους επενδυτές, χωρίς όμως να αγνοεί τις ιδιαιτερότητες της ελληνικής αγοράς και τους διαθέσιμους πόρους. Αποσκοπούμε στο να βελτιώσουμε την ανταγωνιστικότητα της ανανεώσιμης ενέργειας, αίροντας τα διαχρονικά εμπόδια που έθεταν φρένο στην επενδυτική πρωτοβουλία και βρισκόμαστε πολύ κοντά στην ολοκλήρωση αυτού του νομοθετικού εγχειρήματος, με τη β’ φάση απλοποίησης της αδειοδότησης έργων ΑΠΕ.

Έχοντας στη διάθεσή μας το 38% των πόρων του Ταμείου Ανάκαμψης, δηλαδή περίπου 6,2 δισ. ευρώ, που θα κατανεμηθούν για έργα πράσινης μετάβασης, μέσω του σχεδίου «Ελλάδα 2.0», καθώς και περί τα 5,5 δισ. ευρώ από το νέο ΕΣΠΑ 2021-2027, οι στόχοι μας, όσο και αν φαντάζουν υπέρμετρα φιλόδοξοι, είναι πιο υλοποιήσιμοι από ποτέ. Αν συνυπολογίσουμε και το 1,63 δισ. ευρώ του Ευρωπαϊκού Ταμείου Δίκαιης Μετάβασης, καθώς και μια σειρά εργαλείων για επιμέρους τομείς της οικονομίας, αθροίζεται μια ικανή και πρωτοφανής για τα ελληνικά δεδομένα δεξαμενή πόρων για τον πράσινο μετασχηματισμό της ελληνικής οικονομίας.

Στη σημερινή συγκυρία, το ελληνικό Green Deal διανοίγει τον δρόμο για την οικονομία μας όχι μόνο να ανακάμψει και να διεκδικήσει εγκαίρως το μερίδιο που της αναλογεί από τον παγκόσμιο πακτωλό των επενδύσεων που διοχετεύονται στην καθαρή ενέργεια,αλλά και να αποκτήσει συγκριτικό πλεονέκτημα στον διεθνή ανταγωνισμό.

Ασφαλώς, πρωταρχικό μας μέλημα, αλλά και ευθύνη είναι αυτή η ανάκαμψη να βασίζεται στην κοινωνική δικαιοσύνη. Γιατί ένα ανθεκτικό μέλλον για τον πλανήτη σημαίνει ένα μέλλον που οι άνθρωποι θέλουν να ζήσουν. Και αυτή η παράμετρος θα πρέπει να διαπερνά όλες μας τις πολιτικές από εδώ και μπρος.