Της Μαριλίζας Ξενογιαννακοπούλου*
Η κρίση της πανδημίας ανέδειξε τα όρια και τις αδυναμίες της κυρίαρχης νεοφιλελεύθερης πολιτικής και της παγκοσμιοποιημένης οικονομίας. Ανέδειξε τη σημασία των δημοσίων πολιτικών και παρεμβάσεων στην οικονομία και την αξία του κοινωνικού κράτους, του δημόσιου και καθολικού συστήματος υγείας και την αναγκαιότητα διασφάλισης της κοινωνικής συνοχής. Η ανάγκη αντιμετώπισης της κρίσης της πανδημίας οδήγησε σε μια σημαντική αλλαγή οικονομικού παραδείγματος με τη χαλάρωση των δημοσιονομικών κανόνων, τη συγκρότηση του Ταμείου Ανάκαμψης με την έκδοση κοινού χρέους της Ε.Ε., με ισχυρό το σκέλος των επιχορηγήσεων και όχι μόνο των δανείων, και τη στήριξη της πραγματικής οικονομίας, των επιχειρήσεων και των εργαζομένων.
Η πολιτική διαμάχη που αναπτύσσεται αυτήν την περίοδο σε ευρωπαϊκό επίπεδο αφορά την επόμενη μέρα, μετά την πανδημία, και κατά πόσο η αλλαγή αυτή θα αποκτήσει μόνιμα θεσμικά, οικονομικά και κοινωνικά χαρακτηριστικά. Σήμερα συγκρούονται δύο διακριτές στρατηγικές. Η μία επιδιώκει επιστροφή στην προ πανδημίας κατάσταση, χρησιμοποιώντας μάλιστα την πανδημία ως αφορμή για να επιφέρει έναν νέο κύκλο συντηρητικών αλλαγών, όπως η επιστροφή στις πολιτικές λιτότητας, οι ιδιωτικοποιήσεις, οι «παγωμένοι» μισθοί, η περαιτέρω αποδυνάμωση της εργασίας και των μικρομεσαίων στρωμάτων. Η δεύτερη επικεντρώνεται σε προοδευτικές τομές, την ενίσχυση της εργασίας και του κοινωνικού κράτους, τη μείωση των ανισοτήτων, τηναντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης με τη συμμετοχή της κοινωνίας, την ενίσχυση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων. Μία οικονομική πολιτική που θα φορολογεί τα κέρδη των πολυεθνικών επιχειρήσεων, θα διανέμει τους πόρους με μέριμνα για τους αδύναμους, θα ανοίγει δρόμους ίσων ευκαιριών και θα δημιουργεί πεδία αναζωογόνησης στην οικονομία και τον πολιτισμό.
Η στρατηγική της Ν.Δ., και με πρόφαση την πανδημία, επιδιώκει την επιστροφή στις πολιτικές λιτότητας και της εσωτερικής υποτίμησης με τη μείωση των μισθών, την περαιτέρω αποδυνάμωση της εργασίας και των μικρομεσαίων στρωμάτων.Μία επιλογή που πλήττει τη ζήτηση και την κοινωνική συνοχή και τροφοδοτεί τον φαύλο κύκλο της ύφεσης. Το μοντέλο της κυβέρνησης όχι μόνο δεν έχει στόχο τη μείωση των υφιστάμενων διευρυμένων ανισοτήτων, αλλά δημιουργεί νέες ακόμη πιο βαθιές κοινωνικές ανισότητες, εις βάρος της κοινωνικής πλειοψηφίας, των μεσαίων και χαμηλών εισοδηματικά στρωμάτων.
Σε αυτή την κατεύθυνση είναι και το κυβερνητικό σχέδιο για το Ταμείο Ανάκαμψης. Χωρίς διαβούλευση και ουσιαστικό περιφερειακό και κοινωνικό διάλογο, δεν ανταποκρίνεται στις ανάγκες της εποχής και της πολλαπλής κρίσης που αντιμετωπίζουμε. Αποτυπώνει το σχέδιο Πισσαρίδη, δηλαδή τις αποτυχημένες και παρωχημένες νεοφιλελεύθερες πολιτικές που επικεντρώνονται στα μεγάλα και ισχυρά οικονομικά συμφέροντα και επιδιώκουν τη μετατροπή της Ελλάδας σε χώρα ελαστικής και φθηνής εργασίας χωρίς εργασιακά δικαιώματα. Πολιτικές, που δεν στηρίζουν τις μικρομεσαίες επιχειρήσεις και την αγροτική παραγωγή και δεν διασφαλίζουν την αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και των τραγικών συνεπειών της, όπως τις ζήσαμε το φετινό καλοκαίρι, και μία δίκαιη και αποτελεσματική πράσινη μετάβαση.
Μετά τις εκλογές του 2019, η κυβέρνηση της ΝΔ εφάρμοσε τον «εργασιακό οδοστρωτήρα». Απελευθέρωσε τις απολύσεις, αποδιάρθρωσε το πλαίσιο των συλλογικών διαπραγματεύσεων, ακρωτηρίασε το συνταγματικό δικαίωμα της μονομερούς προσφυγής στη διαιτησία, κατήργησε το οκτάωρο με τη θέσπιση της ατομικής σύμβασης και την επιβολή της δεκάωρης εργασίας χωρίς αύξηση αποδοχών και πληρωμή σε ρεπό, διπλασίασε τις φθηνές υπερωρίες, κατήργησε το ΣΕΠΕ με τη μετατροπή του σε Ανεξάρτητη Αρχή με μειωμένες αρμοδιότητες, αποδυνάμωσε τα συνδικαλιστικά δικαιώματα και κατέστησε κενό γράμμα το δικαίωμα στην απεργία. Η επισφαλής και φθηνή εργασία συνεχίζει να αποτελεί νεοφιλελεύθερη στρατηγική επιλογή που παραβλέπει την καταλυτική συμβολή των εργαζομένων στην επίτευξη βιώσιμων στόχων ανάπτυξης. Η επισφάλεια στην αγορά εργασίας αποδυναμώνει τη διαπραγματευτική θέση του εργαζόμενου οδηγώντας σε στάσιμους μισθούς, εργασιακή ανασφάλεια και εκτίναξη των κοινωνικών ανισοτήτων. Ταυτόχρονα, οικοδομεί μια κοινωνία χαμηλών προσδοκιών, υπονομεύοντας την συνεργατικότητα και αποθαρρύνοντας την ανάπτυξη των δυνατοτήτων των εργαζόμενων. Σε έναν κόσμο όμως που εξελίσσεται ταχύτατα με κινητήρια δύναμη τη γνώση, η εμμονή στην εργασιακή και κοινωνική ανασφάλεια συνιστά συνταγή περιθωριοποίησης.
Η στρατηγική που προβάλλει ο ΣΥΡΙΖΑ Προοδευτική Συμμαχία επικεντρώνεται στην ανασυγκρότηση και στην ενίσχυση της εργασίας, στην ενίσχυση του κοινωνικού κράτους, στη μείωση των ανισοτήτων, στην αντιμετώπιση της κλιματικής κρίσης και στην ενίσχυση της δημοκρατίας και των δικαιωμάτων.Η χώρα μας χρειάζεται να αναπτύξει μια παραγωγική και τεχνολογική οικονομία, αξιοποιώντας το καταρτισμένο ανθρώπινο δυναμικό και τις δεξιότητες και ικανότητες των εργαζομένων. Να επενδύσει στις μεγάλες δυνατότητες που διαθέτει στον βιομηχανικό και αγροδιατροφικό τομέα, να αναβιώσει «παρηκμασμένους» βιομηχανικούς κλάδους, και να αποκτήσει προνομιακή θέση στις πράσινες και ψηφιακές τεχνολογίες.
Η εργασία αποτελεί παραγωγική δύναμη και πρωταρχική συνιστώσα ενός μοντέλου δίκαιης και βιώσιμης ανάπτυξης. Η στήριξη των μισθών, η διασφάλιση των εργασιακών δικαιωμάτων και η μείωση των ανισοτήτων, η με κάθε τρόπο -ατομικό και συλλογικό- ενδυνάμωση των εργαζομένων αποτελεί βασική προϋπόθεση για μια πραγματική αλλαγή υπέρ της κοινωνικής πλειοψηφίας. Στις προκλήσεις της εποχής είναι αναγκαία η προώθηση ενός άλλου παραγωγικού μοντέλου, που όχι μόνο θα αναγνωρίζει τον ρόλο της εργασίας, αλλά θα την καθιστά κινητήριο μοχλό της ανάπτυξης. Σημείο εκκίνησης είναι η οικοδόμηση ενός σταθερού πλαισίουεργασιακών σχέσεων και η ενίσχυση της διαπραγματευτικής δύναμης και του διαθέσιμου εισοδήματος των εργαζόμενων. Δέσμευσή μας είναι η αποκατάσταση και η κατοχύρωση των συλλογικών διαπραγματεύσεων και των δικαιωμάτων των εργαζομένων, η αύξηση του κατώτατου μισθού στα 800 ευρώ, η θεσμική κατοχύρωση και προστασία των νέων μορφών εργασίας, η αξιοποίηση και η αναβάθμιση των δεξιοτήτων του εργατικού δυναμικού της χώρας.
Ταυτόχρονα, αποτελεί βασική μας κατεύθυνση η στήριξη και η ενίσχυση του ρόλου των μικρομεσαίων επιχειρήσεων και των αυτοαπασχολούμενων στην παραγωγική διαδικασία και ο αναπροσανατολισμός της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας σε κλάδους υψηλής προστιθέμενης αξίας. Η προοδευτική πρόταση έχει ως πρώτη προτεραιότητα τη μείωση των ανισοτήτων και της ανασφάλειας. Προσβλέπει στο συνολικό οικολογικό μετασχηματισμό της οικονομίας, στην ανάσχεση της κλιματικής κρίσης, στην ενεργειακή δημοκρατία και στην κοινωνικήσυμμετοχή στην παραγωγή ενέργειας. Επιδιώκει την ενίσχυση και τον ψηφιακό μετασχηματισμό της μικρομεσαίας επιχειρηματικότητας σε όλο το παραγωγικό και τεχνολογικό φάσμα.
Στόχος είναι μια ισχυρή οικονομία σε μια δίκαιη κοινωνία. Αυτή η προοπτική αφορά τη μεγάλη πλειονότητα της ελληνικής κοινωνίας χωρίς αποκλεισμούς, και προϋποθέτει τη συμβολή και ενεργό συμμετοχή των εργαζομένων, της υγιούς επιχειρηματικότητας, της επιστημονικής κοινότητας και των φορέων της Αυτοδιοίκησης.