Του δρος Αθανάσιου Κελέμη*
Στην πρώτη γραμμή δράσης των παραγωγικών δυνάμεων της χώρας για την επόμενη μέρα της οικονομίας είναι βέβαιο ότι θα βρεθεί η Βόρεια Ελλάδα, εκμεταλλευόμενη τη γεωγραφική της θέση, τα μεγάλα λιμάνια της, τους οδικούς της άξονες, την ισχυρή παρουσία της στα Βαλκάνια και το γεγονός ότι αποτελεί βασική «πύλη εισόδου» εισαγόμενων αγαθών από την Ασία προς τη Νοτιοανατολική και την Κεντρική Ευρώπη.
Η ευρύτερη περιοχή της Βορείου Ελλάδας έχει ήδη καταστεί πόλος έλξης σημαντικών επενδύσεων, που, μεταξύ άλλων, εστιάζουν στις υποδομές της, ενώ στο σχεδιαζόμενο νέο παραγωγικό μοντέλο της χώρας ο ρόλος της θα είναι καθοριστικός.
Μεγάλη βαρύτητα θα έχει η Βόρεια Ελλάδα και στη λεγόμενη «πράσινη μετάβαση», όπου οι δρομολογούμενες για την απολιγνιτοποίηση της περιοχής- επενδύσεις, με βασικότερη αυτή της ΔΕΗ από κοινού με τον γερμανικό ενεργειακό κολοσσό RWE, θα είναι πολλών δισεκατομμυρίων ευρώ και θα αλλάξουν πλήρως τον ενεργειακό χάρτη της περιοχής, δίνοντας παράλληλα σημαντικές ευκαιρίες για νέου τύπου και ύφους έργα, τοπικού χαρακτήρα.
Όμως και στους τομείς των νέων τεχνολογιών και των τηλεπικοινωνιών, η Βόρεια Ελλάδα πρωταγωνιστεί, λόγω κυρίως του γεγονότος ότι τα προηγούμενα χρόνια στη γεωγραφική της περιοχή ολοκληρώθηκαν μια σειρά από πολλά και σημαντικά έργα υποδομών, που σήμερα δίδουν τη δυνατότητα υποστήριξης της μεταφοράς μεγάλου όγκου data και με υπερυψηλές ταχύτητες.
Στα χρόνια που ακολουθούν, η τηλεπικοινωνιακή αγορά, με τον ΟΤΕ να κυριαρχεί σε αυτή, έχει δρομολογήσει και στη Βόρεια Ελλάδα έναν νέο κύκλο επενδύσεων, ο οποίος εστιάζει στο 5G και τις οπτικές ίνες, τεχνολογίες που θα αλλάξουν εκ νέου την έννοια της διαχείρισης των πληροφοριακών δεδομένων και, το σημαντικότερο, θα θέσουν σε νέα βάση το πλαίσιο λειτουργίας των επιχειρήσεων. Τα λεγόμενα δίκτυα νέας γενιάς θα μηδενίσουν τις αποστάσεις που χωρίζουν τη Βόρεια Ελλάδα από την Αθήνα, την Ευρώπη, όπως και γενικότερα από όλες τις μεγάλες διεθνείς αγορές.
Τον επενδυτικό χάρτη της περιοχής συμπληρώνουν και τα κεφάλαια που θα διατεθούν στον τομέα της αγροτικής οικονομίας, που θα έλθουν να ενισχύσουν την τοπική παραγωγή, αλλά και να στηρίξουν την εξαγωγική προσπάθεια πολλών – αξιόλογων παραγωγών ΠΟΠ και ΓΕΠ προϊόντων, με υψηλή ζήτηση σε αγορές του εξωτερικού.
Η επενδυτική δραστηριότητα στο βόρειο τμήμα της χώρας θα είναι καταιγιστική τα επόμενα χρόνια. Σημαντικά εργαλεία χρηματοδότησης, όπως το πρόσφατο, λόγω του Covid-19, Ταμείο Ανάκαμψης, το ΕΣΠΑ 2021 – 2027 κι η νέα ΚΑΠ, θα αποτελέσουν τους τρεις κύριους μοχλούς υλοποίησης κομβικών έργων στη Μακεδονία και τη Θράκη, ενώ κονδύλια θα διατεθούν μέσω και του Προγράμματος Δημοσίων Επενδύσεων.
Ειδικότερα σε ό,τι αφορά το Ταμείο Ανάκαμψης, ήδη φάνηκε από την πρώτη δόση των 4 δισ. ευρώ η σημαντική επιρροή του στη χρηματοδότηση των μεγάλων έργων της χώρας, δεδομένου ότι κεφάλαια που θα προέλθουν από το ποσό αυτό θα στηρίξουν την κατασκευή του βόρειου τμήματος του οδικού άξονα Ε65, όπως και την υλοποίηση της εμβληματικής παρέμβασης στην ηλεκτροδότηση, τη σηματοδότηση, τις τηλεπικοινωνίες και τα ηλεκτρομηχανολογικά συστήματα της σιδηροδρομικής γραμμής
από Πειραιά/Αθήνα έως Θεσσαλονίκη.
Το Ταμείο Ανάκαμψης έρχεται, εξάλλου, να καλύψει, μεταξύ άλλων, κονδύλια του νέου ΕΣΠΑ που θα δίδονταν σε ανάλογα έργα και που μπορούν πλέον να διαχυθούν στην επιχειρηματικότητα.
Μιλώντας για το νέο ΕΣΠΑ και τη Βόρεια Ελλάδα, καθίσταται ξεκάθαρη η κρισιμότητα του ρόλου του για τη διενέργεια νέων επενδύσεων σε βασικούς κλάδους της οικονομίας. Μόνο στην Κεντρική Μακεδονία, από περιφερειακά προγράμματα (ΠΕΠ) του ΕΣΠΑ 2021 – 2027 θα διατεθούν περί το 1,4 δισ. ευρώ, τα οποία θα έχουν ως άξονες προτεραιότητας την κοινωνική συνοχή, την πράσινη και κυκλική οικονομία και την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας των επιχειρήσεων για την καλύτερη προσαρμογή στις σύνθετες απαιτήσεις της 4ης Βιομηχανικής Επανάστασης.
Μάλιστα, οι πόροι των ΠΕΠ στην Κεντρική Μακεδονία θα είναι αυξημένοι τουλάχιστον 50% σε σχέση με την προηγούμενη προγραμματική περίοδο, με την κατανομή τους να ορίζεται κατά 35% για την Προώθηση της Κοινωνικής Συνοχής, κατά 20% για τη Στήριξη της Πράσινης και Αειφόρου Ανάπτυξης, κατά 18% για την Ολοκληρωμένη Χωρική Ανάπτυξη και 15% για τον Παραγωγικό Ανταγωνιστικό Μετασχηματισμό και 10% για την Εξασφάλιση της Διασυνδεσιμότητας.
Η χώρα εξέρχεται της πανδημίας, η κανονικότητα επιστρέφει στην αγορά, η σταθερή ανάκαμψη της οικονομίας λογίζεται δεδομένη, τα χρηματοδοτικά εργαλεία ενεργοποιούνται. Πρόκληση για την κυβέρνηση και την αγορά είναι η δημιουργία ενός νέου παραγωγικού μοντέλου, που θα καταστήσει την ελληνική οικονομία περισσότερο αποδοτική και εντονότερα ανταγωνιστική διεθνώς.
Την προσπάθεια αυτή η Βόρεια Ελλάδα θα στηρίξει δυναμικά, περνώντας το μήνυμα ότι η χώρα έχει τις προϋποθέσεις να επιτύχει τον στόχο της και στον στόχο αυτό η γερμανική επενδυτική κοινότητα θα συνεχίσει να ασκεί στρατηγικό ρόλο. Ανάλογα πράττει, εξάλλου, επί δεκαετίες, έχοντας κτίσει μεταξύ Ελλάδας και Γερμανίας μια δομική, ισχυρή, διμερή οικονομική σχέση, με ανταποδοτικά οφέλη.
Ανάλογα θα συνεχίσει να πράττει και τα επόμενα χρόνια, διότι οι ευκαιρίες που θα υπάρξουν και για τις δύο αγορές θα είναι πολλαπλάσια σημαντικές και αποδοτικές απ’ ό,τι στο παρελθόν.